πρίγιστος
Look at other dictionaries:
πρίγιστος — ίστη, ον, Α (δ. γρφ·) βλ. πρήγιστος … Dictionary of Greek
πρέσβιστος — και κρητ. τ. πρείγιστος και πρήγιστος και πρίγιστος, ίστη, ον και τ. θηλ. πρεσβίστα και πρεσβίττα και ανωμ. τ. πρεσβίστατος, άτη, ον, Α (ποιητ. τ. υπερθ. τού πρέσβυς) 1. γηραιότατος, εντιμότατος (α. «πρέσβιστον ἄστρων, νυκτὸς ὀφθαλμός, πρέπει»,… … Dictionary of Greek
πρέσβυς — εως, ο, ΝΜΑ, πρέσβης Ν, τ. γεν. εος και κρητ. δωρ. τ. πρέσγυς και κρητ. τ. πρεῑγυς, Α 1. πρεσβευτής 2. (στην αρχαιότητα) έκτακτος απεσταλμένος μιας ελληνικής πόλης προς άλλη, ο οποίος, ως αντιπρόσωπος τών αρχόντων τής πατρίδας του και τών… … Dictionary of Greek
πρήγιστος — και πρίγιστος, η, ον, Α βλ. πρέσβιστος … Dictionary of Greek